οἰκετικόν

οἰκετικόν
οἰκετικός
of
masc acc sg
οἰκετικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οικετικός — οἰκετικός, ή, όν (ΑΜ) [οικέτης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα μέλη τής οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῑν», Ιώσ.) 2. αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι, οικόσιτος, σπιτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκετικόν (με… …   Dictionary of Greek

  • υπερφρονώ — έω, ΜΑ [ὑπέρφρων, ονος] 1. λόγω τής αλαζονείας μου δεν δίνω αρκετή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, υποτιμώ (α. «θεοῡ λόγος... οὐδὲ τὸ οἰκετικὸν γένος ὑπερφρονῶν τῆς κλήσεως», Ευσ. β. «ὑπερφρονήσας τὸν παρόντα δαίμονα», Αισχύλ.) 2. υπερέχω, ξεπερνώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”